μόδος

μόδος
ο (Μ μόδος)
1. τρόπος («εις κάποιο μόδο γεις τ' αλλού ήπαιζε με τ' αμμάτι», Ερωτόκρ.)
2. μέθοδος
3. δυνατότητα
4. μέσο
5. φρ. α) «είμαι τού μόδου μου» — είμαι ελεύθερος
β) «κάνω μόδο» i) βρίσκω τρόπο
ii) πετυχαίνω
νεοελλ.
επάρκεια πόρων ζωής, περιουσία («έχει τον μόδο του»)
μσν.
1. ικανότητα, επιδεξιότητα
2. γνώμη
3. σχέδιο
4. τρόπος ενέργειας
5. επιθυμία
6. διαταγή
7. απόφαση
8. εμφάνιση, όψη
9. φρ. α) «τοῡ μόδου μου» και «εἰς τὸν μόδον μου» — όπως μού αρέσει ή όπως μέ βολεύει
β) «ἀφήνω κάποιον στὸ μόδο του» — δίδω την πρωτοβουλία, επιτρέπω σε κάποιον να δράσει κατά τη βούλησή του
γ) «βρίσκω τὸ μόδο μου»
i) τακτοποιούμαι, βολεύομαι
ii) ετοιμάζομαι
δ) «εἶμαι στὸ μόδο μου» και «εἶμαι τοῡ μόδου κάποιου» — είμαι στη διάθεση ή στην εξουσία κάποιου
ε) «δὲν εἶναι μόδος» — δεν είναι σωστό, δεν πρέπει
στ) «κάνω (ή «ποιῶ») κάποιον ἤ κάτι στὸ μόδο μου»
i) παίρνω, έχω στη διάθεσή μου
ii) χρησιμοποιώ, διαχειρίζομαι όπως θέλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. modo < λατ. modus «τρόπος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μόδον — μόδος Acut. (Sp.) masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόδου — μόδος Acut. (Sp.) masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”